σπηλαιοειδής
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
σπηλαιοειδές, = σπηλαιώδης, Eust.892.33.
German (Pape)
[Seite 921] ές, u. σπηλαιώδης, ες, höhlenartig; οἴκησις κα τάγειος, Plat. Rep. VII, 514 a, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σπηλαιοειδής: -ές, = σπηλαιώδης, Εὐστ. 187. 41., 892. 33.
Greek Monolingual
-ές, Μ
σπηλαιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + -ειδής].