ημιφανής: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, που [[είναι]] [[ακάλυπτος]] [[κατά]] το ήμισυ. Επιρρ. <i>ἡμιφανῶς</i> (Α)<br />με ημιφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>φανής</i>, <i>δια</i>-<i>φανής</i>].
|mltxt=[[ἡμιφανής]], -ές (Α)<br />αυτός που φαίνεται [[κατά]] το ήμισυ, που [[είναι]] [[ακάλυπτος]] [[κατά]] το ήμισυ. Επιρρ. <i>ἡμιφανῶς</i> (Α)<br />με ημιφανή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φαίνω]]), [[πρβλ]]. [[αφανής]], [[διαφανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α)
με ημιφανή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. αφανής, διαφανής].