ζωομύριστος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωομύριστος''': -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne). | |lstext='''ζωομύριστος''': -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωομύριστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ [[σταυρός]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μύριστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυρίζω]]), [[πρβλ]]. [[μοσκομύριστος]], [[ροδομύριστος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:48, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
ζωομύριστος: -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).
Greek Monolingual
ζωομύριστος, -ον (Μ)
αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρός», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -μύριστος (< μυρίζω), πρβλ. μοσκομύριστος, ροδομύριστος].