Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ροδομύριστος

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που μυρίζει σαν ρόδο, που αναδίδει άρωμα τριαντάφυλλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + μυριστός (< μυρίζω), πρβλ. ανθο-μύριστος, μοσχο-μύριστος].