ηνιορράφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡνιορράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που ράβει [[ηνία]], χαλινούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]]), [[πρβλ]]. <i>ιστιο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>μηχανο</i>-<i>ρράφος</i>].
|mltxt=[[ἡνιορράφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που ράβει [[ηνία]], χαλινούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνίο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]]), [[πρβλ]]. [[ιστιορράφος]], [[μηχανορράφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡνιορράφος, ὁ (Α)
αυτός που ράβει ηνία, χαλινούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνίο + -ρραφος (< ραφή), πρβλ. ιστιορράφος, μηχανορράφος].