Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύκαρπος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>καρπος</i>, <i>ξηρό</i>-<i>καρπος</i>].
|mltxt=[[ἡδύκαρπος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον [[δένδρον]]», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[καρπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[καρπός]]), [[πρβλ]]. [[γλυκύκαρπος]], [[ξηρόκαρπος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:51, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει γλυκούς καρπούς («ἡδύκαρπον δένδρον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -καρπός (< καρπός), πρβλ. γλυκύκαρπος, ξηρόκαρπος].