γλυκύκαρπος

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκῠ́καρπος Medium diacritics: γλυκύκαρπος Low diacritics: γλυκύκαρπος Capitals: ΓΛΥΚΥΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: glykýkarpos Transliteration B: glykykarpos Transliteration C: glykykarpos Beta Code: gluku/karpos

English (LSJ)

γλυκύκαρπον, bearing sweet fruit, ἄμπελος Theoc. 11.46, cf.Corn.ND14.

Spanish (DGE)

(γλῠκύκαρπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que da frutos dulces, ἄμπελος Theoc.11.46
subst. τὸ γλυκύκαρπον = la dulzura del fruto de la palmera, Corn.ND 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de doux fruits.
Étymologie: γλυκύς, καρπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλυκύκαρπος -ον γλυκύς, καρπός die zoete vruchten voortbrengt.

German (Pape)

mit süßer Frucht, ἄμπελος Theocr. 11.46.

Russian (Dvoretsky)

γλυκύκαρπος: приносящий сладкие плоды (ἄμπελος Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύκαρπος: -ον, ὁ φέρων γλυκὺν καρπόν, ἄμπελος Θεόκρ. 11. 46.

Greek Monolingual

γλυκύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει γλυκούς καρπούς.

Greek Monotonic

γλῠκύκαρπος: -ον, αυτός που φέρει γλυκό καρπό, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

bearing sweet fruit, Theocr.