γλυκύκαρπος
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
γλυκύκαρπον, bearing sweet fruit, ἄμπελος Theoc. 11.46, cf.Corn.ND14.
Spanish (DGE)
(γλῠκύκαρπος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que da frutos dulces, ἄμπελος Theoc.11.46
•subst. τὸ γλυκύκαρπον = la dulzura del fruto de la palmera, Corn.ND 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte de doux fruits.
Étymologie: γλυκύς, καρπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλυκύκαρπος -ον γλυκύς, καρπός die zoete vruchten voortbrengt.
German (Pape)
mit süßer Frucht, ἄμπελος Theocr. 11.46.
Russian (Dvoretsky)
γλυκύκαρπος: приносящий сладкие плоды (ἄμπελος Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύκαρπος: -ον, ὁ φέρων γλυκὺν καρπόν, ἄμπελος Θεόκρ. 11. 46.
Greek Monolingual
γλυκύκαρπος, -ον (Α)
αυτός που παράγει γλυκούς καρπούς.
Greek Monotonic
γλῠκύκαρπος: -ον, αυτός που φέρει γλυκό καρπό, σε Θεόκρ.