ξηρόκαρπος

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρόκαρπος Medium diacritics: ξηρόκαρπος Low diacritics: ξηρόκαρπος Capitals: ΞΗΡΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: xērókarpos Transliteration B: xērokarpos Transliteration C: ksirokarpos Beta Code: chro/karpos

English (LSJ)

ξηρόκαρπον, bearing dry fruit, Thphr. CP 2.8.1 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 279] mit trocknen Früchten, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ξηρὸν καρπόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 8, 1.

Greek Monolingual

ξηρόκαρπος, -ον (Α)
αυτός που έχει ή παράγει ξηρούς καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + καρπός (πρβλ. μικρόκαρπος)].