ηλεκτροκίνητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο [[λεωφορείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλεκτρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κινητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο [[λεωφορείο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλεκτρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κινητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κινώ]]), [[πρβλ]]. [[ατμοκίνητος]], [[χειροκίνητος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που κινείται με ηλεκτρισμό («ηλεκτροκίνητο λεωφορείο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -κινητος (< κινώ), πρβλ. ατμοκίνητος, χειροκίνητος].