ιδιοφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(17) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰδιοφεγγής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δικό του [[φέγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], το «φως»), | |mltxt=[[ἰδιοφεγγής]], -ές (Α)<br />(για τη [[σελήνη]]) αυτός που έχει δικό του [[φέγγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]], το «φως»), [[πρβλ]]. [[ηλιοφεγγής]], [[χρυσοφεγγής]]]· | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:56, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰδιοφεγγής, -ές (Α)
(για τη σελήνη) αυτός που έχει δικό του φέγγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -φεγγης (< φέγγος, το «φως»), πρβλ. ηλιοφεγγής, χρυσοφεγγής]·