θέανδρος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[θέανδρος]])<br />[[θεάνθρωπος]], αυτός που έχει ενωμένες και τη [[θεία]] και την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θε</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]). [[πρβλ]]. <i>νέ</i>-<i>ανδρος</i>, <i>φίλ</i>-<i>ανδρος</i>].
|mltxt=ο (AM [[θέανδρος]])<br />[[θεάνθρωπος]], αυτός που έχει ενωμένες και τη [[θεία]] και την ανθρώπινη [[φύση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θε</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]). [[πρβλ]]. [[νέανδρος]], [[φίλανδρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:57, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, Gottmensch, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

θέανδρος: ὁ, (ἀνὴρ) θεάνθρωπος, θεὸς ἅμα καὶ ἄνθρωπος ὤν· - θεανδρία, ἡ, ἡ φύσις τοῦ θεάνδρου· - καὶ θεανδρικός, ή, όν, ἁρμόζων ἢ ἀνήκων εἰς θέανδρον, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ο (AM θέανδρος)
θεάνθρωπος, αυτός που έχει ενωμένες και τη θεία και την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ανδρος (< ανήρ). πρβλ. νέανδρος, φίλανδρος].