ιλιγγιώ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)<br />ζαλίζομαι, μέ πιάνει [[ίλιγγος]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>μτφ.</b> α) [[τρομάζω]] να σκεφθώ [[κάτι]], με κυριεύει [[ίλιγγος]] όταν το [[σκέπτομαι]]<br />β) [[μένω]] [[έκπληκτος]], καταπλήσσομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — [[αισθάνομαι]] άσχημα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλιγγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ρημάτων ασθενείας ([[πρβλ]]. <i>λεπρ</i>-<i>ιῶ</i>, <i>σελην</i>-<i>ιῶ</i>)].
|mltxt=(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)<br />ζαλίζομαι, μέ πιάνει [[ίλιγγος]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>μτφ.</b> α) [[τρομάζω]] να σκεφθώ [[κάτι]], με κυριεύει [[ίλιγγος]] όταν το [[σκέπτομαι]]<br />β) [[μένω]] [[έκπληκτος]], καταπλήσσομαι<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — [[αισθάνομαι]] άσχημα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλιγγος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιῶ</i>, δηλωτική ρημάτων ασθενείας ([[πρβλ]]. [[λεπριῶ]], [[σεληνιῶ]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)
ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος
(νεοελλ.-μσν.) μτφ. α) τρομάζω να σκεφθώ κάτι, με κυριεύει ίλιγγος όταν το σκέπτομαι
β) μένω έκπληκτος, καταπλήσσομαι
μσν.
φρ. «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — αισθάνομαι άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλιγγος + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ρημάτων ασθενείας (πρβλ. λεπριῶ, σεληνιῶ)].