ηδυσώματος: Difference between revisions
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδυσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σώμα]], ωραία [[μορφή]] (ως αντίθ. του [[ἡδυγνώμων]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σώμα]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἡδυσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σώμα]], ωραία [[μορφή]] (ως αντίθ. του [[ἡδυγνώμων]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σώμα]]), [[πρβλ]]. [[ασώματος]], [[φιλοσώματος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡδυσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. του ἡδυγνώμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -σώματος (< σώμα), πρβλ. ασώματος, φιλοσώματος].