ιχθυοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ<br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την [[ιχθυοκομία]], [[ιχθυοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[ασχολούμαι]]»), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-<i>κόμος</i>, <i>μελισσο</i>-<i>κόμος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
|mltxt=ὁ, ἡ<br />αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την [[ιχθυοκομία]], [[ιχθυοτρόφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[ασχολούμαι]]»), [[πρβλ]]. [[ιπποκόμος]], [[μελισσοκόμος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:07, 23 August 2021

Greek Monolingual

ὁ, ἡ
αυτός που ασχολείται επιστημονικά με την ιχθυοκομία, ιχθυοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -κόμος (< κομῶ «ασχολούμαι»), πρβλ. ιπποκόμος, μελισσοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ].