καλαμαίος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καλαμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[καλάμι]] ή που υπάρχει στο [[καλάμι]] του σιταριού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καλαμαία</i><br />[[είδος]] ακρίδας που αναπτύσσεται στο [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλαμαῖον</i><br />μικρό [[τζιτζίκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Καλαμαῖα</i><br />[[εορτή]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλάμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i> ( | |mltxt=καλαμαῖος, -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προέρχεται από το [[καλάμι]] ή που υπάρχει στο [[καλάμι]] του σιταριού<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ καλαμαία</i><br />[[είδος]] ακρίδας που αναπτύσσεται στο [[καλάμι]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ καλαμαῖον</i><br />μικρό [[τζιτζίκι]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ Καλαμαῖα</i><br />[[εορτή]] της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλάμη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[δαφναίος]], [[λογχαίος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:10, 23 August 2021
Greek Monolingual
καλαμαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι του σιταριού
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία
είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῖον
μικρό τζιτζίκι
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καλαμαῖα
εορτή της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμη + -αῖος (πρβλ. δαφναίος, λογχαίος)].