καπνοβόρος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που απορροφά τον καπνό ο [[οποίος]] βγαίνει από τη [[φωτιά]] ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[καπνοβόρος]]<br />[[συσκευή]] ή [[διάταξη]] που συντελεί στην τελειότερη [[καύση]] τών καύσιμων υλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]] ζώων»), | |mltxt=-ο, θηλ. και -α<br /><b>1.</b> αυτός που απορροφά τον καπνό ο [[οποίος]] βγαίνει από τη [[φωτιά]] ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[καπνοβόρος]]<br />[[συσκευή]] ή [[διάταξη]] που συντελεί στην τελειότερη [[καύση]] τών καύσιμων υλών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]] ζώων»), [[πρβλ]]. [[αιμοβόρος]], [[θυμοβόρος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:20, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α
1. αυτός που απορροφά τον καπνό ο οποίος βγαίνει από τη φωτιά ή που εμποδίζει τον σχηματισμό καπνού
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοβόρος
συσκευή ή διάταξη που συντελεί στην τελειότερη καύση τών καύσιμων υλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + -βόρος (< βορά «τροφή ζώων»), πρβλ. αιμοβόρος, θυμοβόρος].