κεντρωμάδα: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(20)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[εμβολιασμός]] δέντρου, [[κέντρωμα]]<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το [[κέντρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρωμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ασκημ</i>-<i>άδα</i>, <i>χαραμ</i>-<i>άδα</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[εμβολιασμός]] δέντρου, [[κέντρωμα]]<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το [[κέντρωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρωμα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδα</i>, [[πρβλ]]. [[ασκημάδα]], [[χαραμάδα]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα
2. το μέρος του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. -άδα, πρβλ. ασκημάδα, χαραμάδα].