ισόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόζυγος]], -ον)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον, [[ισοβαρής]], [[ισόσταθμος]], [[ισοζυγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο [[πρόσωπο]] με άλλον («ἰσόζυγον [[ῥῆμα]]» — το [[ρήμα]] που έχει [[αντικείμενο]] το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, [[δηλαδή]] που [[είναι]] το ίδιο [[πρόσωπο]] με το [[υποκείμενο]] του, π.χ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. <i>ετερό</i>-<i>ζυγος</i>, <i>νεό</i>-<i>ζυγος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόζυγος]], -ον)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[βάρος]] με άλλον, [[ισοβαρής]], [[ισόσταθμος]], [[ισοζυγής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο [[πρόσωπο]] με άλλον («ἰσόζυγον [[ῥῆμα]]» — το [[ρήμα]] που έχει [[αντικείμενο]] το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, [[δηλαδή]] που [[είναι]] το ίδιο [[πρόσωπο]] με το [[υποκείμενο]] του, π.χ., [[διδάσκω]] ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]]), [[πρβλ]]. [[ετερόζυγος]], [[νεόζυγος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόζυγος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής
αρχ.
γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» — το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, δηλαδή που είναι το ίδιο πρόσωπο με το υποκείμενο του, π.χ., διδάσκω ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ετερόζυγος, νεόζυγος].