ετερόζυγος
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, -ον)
1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο
2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής
νεοελλ.
ετεροβαρής, άδικος
μσν.
συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος
αρχ.
1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός
2. γραμμ. σχηματισμένος διαφορετικά ως προς την κλίση, ετερόκλιτος.
επίρρ...
ἑτεροζύγως (Α)
1. κατά διαφορετική κλίση της γραμματικής
2. διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + ζυγός.