κοκκινάδι: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=το (Μ [[κοκκινάδι]])<br /><b>1.</b> κόκκινο [[σημάδι]], [[κοκκινίλα]]<br /><b>2.</b> καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο [[χρώμα]], [[κυρίως]] στα χείλια και στα μάγουλα τών [[γυναικών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[φυσικό]] ερυθρό [[χρώμα]] που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο [[χρώμα]] αυτών τών [[μερών]] που προκαλείται από τοπική [[φλεγμονή]] ή [[άλλη]] [[αιτία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδι</i> ([[πρβλ]]. [[ασπράδι]], [[μαυράδι]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Μ κοκκινάδι)
1. κόκκινο σημάδι, κοκκινίλα
2. καλλυντικό που προσδίδει κόκκινο χρώμα, κυρίως στα χείλια και στα μάγουλα τών γυναικών
νεοελλ.
το φυσικό ερυθρό χρώμα που έχουν τα μάγουλα, τα χείλια ή άλλα μέρη του σώματος ή το κόκκινο χρώμα αυτών τών μερών που προκαλείται από τοπική φλεγμονή ή άλλη αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπράδι, μαυράδι)].