κατηγορητήριο: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[κατά]] την [[έναρξη]] της δίκης έγγραφή ή και προφορική [[διατύπωση]] της κατηγορίας [[εναντίον]] του κατηγορουμένου<br /><b>2.</b> το δικονομικό [[έγγραφο]] που περιέχει την [[πράξη]] η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> ([[πρβλ]]. <i>δωρη</i>-<i>τήριο</i>, <i>πωλη</i>-<i>τήριο</i>). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κατηγορητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> η [[κατά]] την [[έναρξη]] της δίκης έγγραφή ή και προφορική [[διατύπωση]] της κατηγορίας [[εναντίον]] του κατηγορουμένου<br /><b>2.</b> το δικονομικό [[έγγραφο]] που περιέχει την [[πράξη]] η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατηγορώ]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήριο</i> ([[πρβλ]]. [[δωρητήριο]], [[πωλητήριο]]). Η λ., στον λόγιο τ. <i>κατηγορητήριον</i>, μαρτυρείται από το 1871 στο <i>Λεξικόν ελληνογαλλικόν</i> του Άγγ. Βλάχου].
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. η κατά την έναρξη της δίκης έγγραφή ή και προφορική διατύπωση της κατηγορίας εναντίον του κατηγορουμένου
2. το δικονομικό έγγραφο που περιέχει την πράξη η οποία αποδίδεται στον δράστη, με αποφάσεις τών αρμόδιων συμβουλίων πλημμελειοδικών ή εφετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορώ + κατάλ. -τήριο (πρβλ. δωρητήριο, πωλητήριο). Η λ., στον λόγιο τ. κατηγορητήριον, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].