κοντυλένιος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κονδυλένιος]], -α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει σαν να [[είναι]] ζωγραφισμένος με [[κοντύλι]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[λεπτός]], [[λεπτοκαμωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> ([[πρβλ]]. <i>ασημ</i>-<i>ένιος</i>, <i>μολυβ</i>-<i>ένιος</i>)].
|mltxt=και [[κονδυλένιος]], -α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει σαν να [[είναι]] ζωγραφισμένος με [[κοντύλι]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[λεπτός]], [[λεπτοκαμωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> ([[πρβλ]]. [[ασημένιος]], [[μολυβένιος]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

και κονδυλένιος, -α, -ο
1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι
2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ασημένιος, μολυβένιος)].