κοντυλένιος: Difference between revisions
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[κονδυλένιος]], -α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει σαν να [[είναι]] ζωγραφισμένος με [[κοντύλι]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[λεπτός]], [[λεπτοκαμωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[κονδυλένιος]], -α, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει σαν να [[είναι]] ζωγραφισμένος με [[κοντύλι]]<br /><b>2.</b> [[χαριτωμένος]], [[λεπτός]], [[λεπτοκαμωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοντύλι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ένιος</i> ([[πρβλ]]. [[ασημένιος]], [[μολυβένιος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
και κονδυλένιος, -α, -ο
1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι
2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. ασημένιος, μολυβένιος)].