κρινόχρους: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(21)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρινόχρους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θειό</i>-<i>χρους</i>, <i>σιτό</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=[[κρινόχρους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώς]] «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. [[θειόχρους]], [[σιτόχρους]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:39, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1509] lilienfarbig, Sp.

Greek Monolingual

κρινόχρους, -ουν (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + -χρους (< χρώς «χρώμα»), πρβλ. θειόχρους, σιτόχρους].