Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κρανιακός: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κρανιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κρανίο]], ο [[σχετικός]] με το [[κρανίο]] («κρανιακά οστά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βραγχι</i>-<i>ακός</i>, <i>ηλι</i>-<i>ακός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κρανιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κρανίο]], ο [[σχετικός]] με το [[κρανίο]] («κρανιακά οστά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρανίο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> ([[πρβλ]]. [[βραγχιακός]], [[ηλιακός]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:42, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κρανιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. -ακός (πρβλ. βραγχιακός, ηλιακός)].