κοντόμυαλος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
(21)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[ανόητος]], [[χαζός]], με περιορισμένη διανοητική [[ικανότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοντόμυαλα</i><br />απερίσκεπτα, ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μυαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυαλό]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρό</i>-<i>μυαλος</i>, <i>στενό</i>-<i>μυαλος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />[[ανόητος]], [[χαζός]], με περιορισμένη διανοητική [[ικανότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κοντόμυαλα</i><br />απερίσκεπτα, ανόητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μυαλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυαλό]]), [[πρβλ]]. [[μικρόμυαλος]], [[στενόμυαλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
ανόητος, χαζός, με περιορισμένη διανοητική ικανότητα.
επίρρ...
κοντόμυαλα
απερίσκεπτα, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -μυαλος (< μυαλό), πρβλ. μικρόμυαλος, στενόμυαλος].