μεθύστρα: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει, [[μπεκρού]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> αυτή που [[είναι]] πολύ ευάρεστη, μεθυστική<br /><b>3.</b> [[φλεγμονή]] που εμφανίζεται στο [[δάχτυλο]] [[γύρω]] από το [[νύχι]], αλλ. [[τριγυρίστρα]], [[λογυρίστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεθύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στρα</i> ([[πρβλ]]. <i>βυζά</i>-<i>στρα</i>, <i>πλύ</i>-<i>στρα</i>)].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[γυναίκα]] που συνηθίζει να μεθάει, [[μπεκρού]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>μτφ.</b> αυτή που [[είναι]] πολύ ευάρεστη, μεθυστική<br /><b>3.</b> [[φλεγμονή]] που εμφανίζεται στο [[δάχτυλο]] [[γύρω]] από το [[νύχι]], αλλ. [[τριγυρίστρα]], [[λογυρίστρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μεθύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>στρα</i> ([[πρβλ]]. [[βυζάστρα]], [[πλύστρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:56, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού
2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική
3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. -στρα (πρβλ. βυζάστρα, πλύστρα)].