πλύστρα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. γυναίκα που πλένει κατ' επάγγελμα ρούχα σε ξένα σπίτια ή ξένα ρούχα στο δικό της σπίτι, πλύντρια
2. πέτρινη πλάκα ή σανίδα που προσαρμόζεται στη μία άκρη της σκάφης και πάνω στην οποία πλένονται με τρίψιμο τα ρούχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω κατά τα θηλ. σε -στρα (πρβλ. απλώστρα, σκουπίστρα)].