λυσίδρως: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυσίδρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τον [[ιδρώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ίδρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἱδρώς]] «[[ιδρώτας]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λυσίδρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που απαλλάσσει από τον [[ιδρώτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λυσι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ίδρως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἱδρώς]] «[[ιδρώτας]]»), [[πρβλ]]. [[δυσίδρως]], [[φιλίδρως]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:59, 23 August 2021
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A freeing from perspiration, Choerob. in Theod. 1.252.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσίδρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἀπαλλάττων ἀπὸ τοῦ ἱδρῶτος, Α. Β. 1197.
Greek Monolingual
λυσίδρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τον ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -ίδρως (< ἱδρώς «ιδρώτας»), πρβλ. δυσίδρως, φιλίδρως].