ἰσχόφωνος: Difference between revisions
From LSJ
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχόφωνος]], -ον (Α)<br />[[ισχνόφωνος]], [[τραυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰσχόφωνος]], -ον (Α)<br />[[ισχνόφωνος]], [[τραυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴσχω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. [[βαθύφωνος]], [[ισχνόφωνος]]<br />στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως [[άλλος]] τ. του επιθ. [[ἰσχνόφωνος]], πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε [[σύγχυση]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσχόφωνος:''' Her. v. l. = [[ἰσχνόφωνος]] 2. | |elrutext='''ἰσχόφωνος:''' Her. v. l. = [[ἰσχνόφωνος]] 2. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 23 August 2021
German (Pape)
[Seite 1273] v. l. für ἰσχνόφωνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχόφωνος: ἴδε ἰσχνόφωνος ΙΙ.
Greek Monolingual
ἰσχόφωνος, -ον (Α)
ισχνόφωνος, τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος, ισχνόφωνος
στον Ηρόδοτο η λ. εμφανίζεται ως άλλος τ. του επιθ. ἰσχνόφωνος, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές λ., σχετικά με τις οποίες δημιουργήθηκε σύγχυση].
Russian (Dvoretsky)
ἰσχόφωνος: Her. v. l. = ἰσχνόφωνος 2.