ἱππώκης: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱππώκης]], -εος, ὁ (Α)<br />αυτός του οποίου το [[άρμα]] έχει ταχείς ίππους («[[ἱππώκης]] [[ἀέλιος]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὦκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠκυς</i> «[[ταχύς]]»), [[πρβλ]]. <i>ανεμ</i>-<i>ώκης</i>, <i>ποδ</i>-<i>ώκης</i>].
|mltxt=[[ἱππώκης]], -εος, ὁ (Α)<br />αυτός του οποίου το [[άρμα]] έχει ταχείς ίππους («[[ἱππώκης]] [[ἀέλιος]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώκης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὦκος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὠκυς</i> «[[ταχύς]]»), [[πρβλ]]. [[ανεμώκης]], [[ποδώκης]]].
}}
}}

Revision as of 19:17, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππώκης Medium diacritics: ἱππώκης Low diacritics: ιππώκης Capitals: ΙΠΠΩΚΗΣ
Transliteration A: hippṓkēs Transliteration B: hippōkēs Transliteration C: ippokis Beta Code: i(ppw/khs

English (LSJ)

ες, A riding in a swift chariot, ἀέλιος B.10.101.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππώκης: -εος, ὁ, ὁ ἔχων ταχεῖς ἵππους, πρὸς αὐγὰς ἱππώκεος ἀελίου Βακχυλ. Χ. (ΧΙ). 101, ἔκδ. Blass.

Greek Monolingual

ἱππώκης, -εος, ὁ (Α)
αυτός του οποίου το άρμα έχει ταχείς ίππους («ἱππώκης ἀέλιος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ώκης (< ὦκος < ὠκυς «ταχύς»), πρβλ. ανεμώκης, ποδώκης].