καθαρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την [[καθαρεύουσα]] στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο [[καθαρευουσιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-[[λόγος]], <i>ακριβο</i>-[[λόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο].
|mltxt=ο<br />αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την [[καθαρεύουσα]] στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο [[καθαρευουσιάνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καθαρός]] <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]] <span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), [[πρβλ]]. [[αισχρολόγος]], [[ακριβολόγος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο
αυτός που χρησιμοποιεί δόκιμα την καθαρεύουσα στον προφορικό και γραπτό λόγο, ο καθαρευουσιάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. αισχρολόγος, ακριβολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αριστομ. Ι. Προβελέγγιο].