κλειδαριά: Difference between revisions
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
(20) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br />[[μηχανική]] [[διάταξη]] με την οποία επιτυγχάνεται το [[κλείσιμο]] και η [[ασφάλιση]] θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος [[έτσι]] ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί [[παρά]] μόνο με [[κλειδί]] ή με [[σειρά]] χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από γνώστη του μυστικού ή του κώδικα, το [[κλείθρο]], η [[κλειδωνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλειδί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αριά]] ( | |mltxt=η<br />[[μηχανική]] [[διάταξη]] με την οποία επιτυγχάνεται το [[κλείσιμο]] και η [[ασφάλιση]] θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος [[έτσι]] ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί [[παρά]] μόνο με [[κλειδί]] ή με [[σειρά]] χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από γνώστη του μυστικού ή του κώδικα, το [[κλείθρο]], η [[κλειδωνιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλειδί]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αριά]] ([[πρβλ]]. [[ζυγαριά]], [[συκωταριά]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:45, 24 August 2021
Greek Monolingual
η
μηχανική διάταξη με την οποία επιτυγχάνεται το κλείσιμο και η ασφάλιση θύρας ή καλύμματος δοχείου ή άλλου κινητού εξαρτήματος έτσι ώστε να μην μπορεί να ανοιχθεί παρά μόνο με κλειδί ή με σειρά χειρισμών που μπορούν να εκτελεστούν μόνο από γνώστη του μυστικού ή του κώδικα, το κλείθρο, η κλειδωνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί + κατάλ. -αριά (πρβλ. ζυγαριά, συκωταριά)].