Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποδότης: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρποδότης]], ο θηλ. [[καρποδότειρα]] (AM)<br />αυτός που παρέχει καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. <i>αιμο</i>-[[δότης]], <i>εργο</i>-[[δότης]].
|mltxt=[[καρποδότης]], ο θηλ. [[καρποδότειρα]] (AM)<br />αυτός που παρέχει καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] <span style="color: red;"><</span> [[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]], [[εργοδότης]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1328] ὁ, Fruchtgeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρποδότης: -ου, ὁ, ὁ δίδων καρπούς, ὁ γεωργὸς ἄνω βλέπων καὶ τὸν καρποδότην ἐπικαλούμενος Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 617D, ΙΙΙ. 1592Α.

Greek Monolingual

καρποδότης, ο θηλ. καρποδότειρα (AM)
αυτός που παρέχει καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -δότης < δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης, εργοδότης.