ευκόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐκόρυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ωραία [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>θος</i>), [[πρβλ]]. <i>ιππο</i>-[[κόρυθος]], <i>τρι</i>-[[κόρυθος]].
|mltxt=[[εὐκόρυθος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ωραία [[περικεφαλαία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυθος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόρυς]], -<i>θος</i>), [[πρβλ]]. [[ιπποκόρυθος]], [[τρικόρυθος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Greek Monolingual

εὐκόρυθος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ωραία περικεφαλαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κόρυθος (< κόρυς, -θος), πρβλ. ιπποκόρυθος, τρικόρυθος.