ιπποκόρυθος
From LSJ
φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else
Greek Monolingual
ἱπποκόρυθος, -ον (Α) ιπποκορυστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόρυθος (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. ευκόρυθος, τρικόρυθος.