κιθαρωδός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ό, ἡ (Α [[κιθαρωδός]], ὁ, ἡ, ποιητ. τ. [[κιθαραοιδός]], θηλ. και [[κιθαρωδίστρια]])<br />αυτός που παίζει [[κιθάρα]] και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, [[κίθαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιθάρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωδή</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λυρ</i>-[[ωδός]], <i>χορ</i>-[[ωδός]]].
|mltxt=ό, ἡ (Α [[κιθαρωδός]], ὁ, ἡ, ποιητ. τ. [[κιθαραοιδός]], θηλ. και [[κιθαρωδίστρια]])<br />αυτός που παίζει [[κιθάρα]] και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, [[κίθαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κιθάρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ωδή</i>), [[πρβλ]]. [[λυρωδός]], [[χορωδός]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:45, 24 August 2021

Greek Monolingual

ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια)
αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + -ῳδός (< ωδή), πρβλ. λυρωδός, χορωδός].