λοξοτομώ: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[τέμνω]] [[κάτι]] [[λοξά]], [[λοξοτέμνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λοξῶς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καινο</i>-[[τομώ]], <i>σφυρο</i>-[[τομώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν</i> της <i>ελληνικής γλώσσης</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
|mltxt=[[τέμνω]] [[κάτι]] [[λοξά]], [[λοξοτέμνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λοξῶς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομῶ</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[καινοτομώ]], [[σφυροτομώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Λεξικόν</i> της <i>ελληνικής γλώσσης</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινοτομώ, σφυροτομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης του Σκαρλάτου Βυζάντιου].