σφυροτομώ

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
κάνω διατομή, κόβω τη φλέβα που βρίσκεται κοντά στο σφυρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + -τομῶ (< -τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. υλοτομώ].