λινυφάντης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(23)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινυφάντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[ὑφάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εριο</i>-[[υφάντης]], <i>ταπιδ</i>-[[υφάντης]]].
|mltxt=[[λινυφάντης]], ὁ (Α)<br />αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[ὑφάντης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ὑφαίνω]]), [[πρβλ]]. [[εριουφάντης]], [[ταπιδυφάντης]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

λινυφάντης: -ου, ὁ ὑφαίνων λινᾶ, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. Janv. et Févr. 1873.

Greek Monolingual

λινυφάντης, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριουφάντης, ταπιδυφάντης].