λινυφάντης

From LSJ

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source

Greek (Liddell-Scott)

λινυφάντης: -ου, ὁ ὑφαίνων λινᾶ, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. Janv. et Févr. 1873.

Greek Monolingual

λινυφάντης, ὁ (Α)
αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριουφάντης, ταπιδυφάντης].