κυανάντυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυανάντυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κυανό θόλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄντυξ]], -<i>υγος</i> «[[θόλος]]» ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-[[άντυξ]], <i>λευκ</i>-[[άντυξ]]].
|mltxt=[[κυανάντυξ]], -υγος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει κυανό θόλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ἄντυξ]], -<i>υγος</i> «[[θόλος]]» ([[πρβλ]]. [[ευάντυξ]], [[λευκάντυξ]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:55, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1521] υγος, von dunkelblauer Rundung, οὐρανός, Synes. H. 9, 45.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνάντυξ: -υγος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κυανοῦν, βαθύχρουν θόλον, οὐρανὸς Συνεσ. Ὕμν. 9. 45.

Greek Monolingual

κυανάντυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό θόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄντυξ, -υγος «θόλος» (πρβλ. ευάντυξ, λευκάντυξ].