ἱμαντοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
(6_15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμαντοτόμος''': ὁ, ὁ τέμνων ἱμάντας, λωρία, Ἐκκλ.
|lstext='''ἱμαντοτόμος''': ὁ, ὁ τέμνων ἱμάντας, λωρία, Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱμαντοτόμος]], ὁ (ΑΜ)<br />αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[λαιμοτόμος]], [[υλοτόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1252] ὁ, Riemenschneider, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντοτόμος: ὁ, ὁ τέμνων ἱμάντας, λωρία, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἱμαντοτόμος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που κατασκευάζει ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμοτόμος, υλοτόμος.