ιππελάτης: Difference between revisions
From LSJ
νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππελάτης]], ό, θηλ. | |mltxt=[[ἱππελάτης]], ό, θηλ. [[ἱππελάτειρα]] (Α)<br />αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ελάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), [[πρβλ]]. [[ονελάτης]], [[ταυρελάτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:48, 24 August 2021
Greek Monolingual
ἱππελάτης, ό, θηλ. ἱππελάτειρα (Α)
αυτός που οδηγεί ή ιππεύει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ελάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ονελάτης, ταυρελάτης].