ψηφολέκτης: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που ενεργεί την [[διαλογή]] και την [[καταμέτρηση]] τών [[ψήφων]] [[μετά]] την [[ψηφοφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] με σημ. «[[συλλέγω]]»), [[πεζολέκτης]]. Η λ. μαρτυρείται στα <i>Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως του 1843</i>].
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που ενεργεί την [[διαλογή]] και την [[καταμέτρηση]] τών [[ψήφων]] [[μετά]] την [[ψηφοφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] με σημ. «[[συλλέγω]]»), [[πρβλ]]. [[πεζολέκτης]]. Η λ. μαρτυρείται στα <i>Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως του 1843</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που ενεργεί την διαλογή και την καταμέτρηση τών ψήφων μετά την ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -λέκτης (< λέγω με σημ. «συλλέγω»), πρβλ. πεζολέκτης. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως του 1843].