ψηφολέκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που ενεργεί την [[διαλογή]] και την [[καταμέτρηση]] τών [[ψήφων]] [[μετά]] την [[ψηφοφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] με σημ. «[[συλλέγω]]»), [[πρβλ]]. <i>πεζο</i>-[[λέκτης]]. Η λ. μαρτυρείται στα <i>Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως του 1843</i>].
|mltxt=ο, Ν<br />[[άτομο]] που ενεργεί την [[διαλογή]] και την [[καταμέτρηση]] τών [[ψήφων]] [[μετά]] την [[ψηφοφορία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψήφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[λέκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] με σημ. «[[συλλέγω]]»), [[πρβλ]]. [[πεζολέκτης]]. Η λ. μαρτυρείται στα <i>Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως του 1843</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 25 August 2021

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που ενεργεί την διαλογή και την καταμέτρηση τών ψήφων μετά την ψηφοφορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -λέκτης (< λέγω με σημ. «συλλέγω»), πρβλ. πεζολέκτης. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά της Εθνοσυνελεύσεως του 1843].