ευπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πορφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]), [[αλιπόρφυρος]].
|mltxt=[[εὐπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πορφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πορφύρα]]), [[πρβλ]]. [[αλιπόρφυρος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:13, 25 August 2021

Greek Monolingual

εὐπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπρό πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πορφυρος (< πορφύρα), πρβλ. αλιπόρφυρος.