πεζοδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰπὼν ἃ θέλεις, ἀντάκουε ἃ μὴ θέλεις → if you say what you want, hear in response what you don't want

Source
(a)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] zu Fuße laufend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0542.png Seite 542]] zu Fuße laufend, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=-ο / [[πεζοδρόμος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πεζοδρόμος]]<br />αυτός που βαδίζει πεζή, [[πεζοπόρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δρόμος]]), [[πρβλ]]. [[ταχυδρόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 August 2021

German (Pape)

[Seite 542] zu Fuße laufend, Sp.

Greek Monolingual

-ο / πεζοδρόμος, -ον, ΝΜ
αυτός πού διαγωνίζεται σε αγώνα δρόμου
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πεζοδρόμος
αυτός που βαδίζει πεζή, πεζοπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. ταχυδρόμος.