πλουσιοπάροχος: Difference between revisions
From LSJ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
(6_18) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πλουσιοπάροχος''': -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, [[ἀνώνυμος]] ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75, | |lstext='''πλουσιοπάροχος''': -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, [[ἀνώνυμος]] ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75, | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[πλουσιοπάροχος]], -ον, ΝΜ<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] πλούσια, [[γενναιόδωρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, [[άφθονος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλουσιοπαρόχως</i> ΝΜΑ και <i>πλουσιοπάροχα</i> Ν<br />[[κατά]] τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[μεγάλη]] [[αφθονία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλούσιος]] <span style="color: red;">+</span> [[πάροχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), [[πρβλ]]. [[ευπάροχος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
πλουσιοπάροχος: -ον, ὁ πλουσίως παρέχων τι, γενναιόδωρος, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. πλουσιοπαρόχως, ἀνώνυμος ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 75,
Greek Monolingual
-η, -ο / πλουσιοπάροχος, -ον, ΝΜ
1. αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι πλούσια, γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχεται με πλούσιο τρόπο, άφθονος.
επίρρ...
πλουσιοπαρόχως ΝΜΑ και πλουσιοπάροχα Ν
κατά τρόπο πλουσιοπάροχο, γενναιόδωρο
νεοελλ.
με μεγάλη αφθονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλούσιος + πάροχος (< παρέχω), πρβλ. ευπάροχος.