Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...
εὐπάροχος, -ον (Μ)
1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος
2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ-οχος (< όχος)
με τη σημασία «αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του» < ευ + παρ-έχω].