ευπάροχος

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source

Greek Monolingual

εὐπάροχος, -ον (Μ)
1. (για άλογα) αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα, ο πειθήνιος
2. αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που χαλιναγωγείται εύκολα» < ευ + πάρ-οχος (< όχος)
με τη σημασία «αυτός που παρέχει ελεύθερα τον εαυτό του» < ευ + παρ-έχω].