σωματοπράτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
(6_3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σωμᾰτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., [[σωματέμπορος]], Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536. | |lstext='''σωμᾰτοπράτης''': [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., [[σωματέμπορος]], Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Μ<br />[[δουλέμπορος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], <i>σώματος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πράτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πράτης]]), [[πρβλ]]. [[ἀρτοπράτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοπράτης: [ᾱ], -ου, ὁ, ὁ πωλῶν δούλου., σωματέμπορος, Βυζ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
δουλέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -πράτης (< πράτης), πρβλ. ἀρτοπράτης.